- ὀνομασιῶν
- ὀνομασίαnamefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀνομασίων — ὀνομάζω speak of by name fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Галлина, Винченцо — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Галлина. Винченцо Галлина (итал. Vincenzo Gallina, 1795, Равенна, Италия 1842, Алеппо, Сирия)[1] итальянский революционер, филэллин, участник Освободительной войны… … Википедия
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
-όνιο — (I) σύνηθες επίθημα ονομασιών χημικών στοιχείων και ενώσεων (πρβλ. αντιμόνιο, αλφόνιο). (II) και ώνιο επίθημα όρων τής χημείας που δηλώνει ένα θετικά φορτισμένο σύμπλοκο ιόν (πρβλ. φωσφόνιο, αμμώνιο, οζώνιο) … Dictionary of Greek
Κρονιών — Κρονιών, ώνος, ὁ (Α) ονομασία μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + κατάλ. ιών, δηλωτική ονομασιών μηνών (πρβλ. Ελευθερ ιών, Εππ ιών)] … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
ίωση — ἡ ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από έναν ή περισσότερους ιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. virose < virus < λατ. virus «δηλητήριο». Ο τ. ίωση σχηματίστηκε από τη λ. ιός «δηλητήριο» και την κατάλ. ωση, χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
αΐτ — βερβερική λέξη, πληθυντικός τών τύπων aou ή ag (=γιος). Προτάσσεται συνήθως τών ονομασιών τών βερβερικών φύλων … Dictionary of Greek
ακρωνύμια — τα Γλωσσ. λέξεις που σχηματίζονται από το αρχικό ή τα αρχικά γράμματα περιφραστικών ονομασιών ή τίτλων. Συνήθως τα ακρωνύμια δηλώνουν ονόματα κρατών, οργανισμών, εταιρειών, ενώσεων ή ιδρυμάτων συχνή είναι επίσης η χρήση τους στην πολιτική και την … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek